- αιματολόγος, ο
- η ο επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αιματολογία: Για τις αναλύσεις του αίματος πήγαν σε ειδικό αιματολόγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιματολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αιματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek